-
1 ποθή
ποθ-ή, ἡ,A = πόθος, c. gen., longing, desire for..,ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Il.6.362
, cf. 14.368, etc.; σῇ ποθῇ from longing after thee, 19.321: in late Prose,π. ψυχροῦ ἠέρος Aret.SA1.7
.
См. также в других словарях:
ποθή — ἡ, Α 1. πόθος, σφοδρή επιθυμία («οἵ μέγ ἐμεῑο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν» Ομ.) 2. επιθυμία για κάτι που λείπει, στέρηση («οὐδέ σε ποθὴ ἴσχει ἀνδρῶν ξένων», Ομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ., αντί τού πόθος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek